Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Ευχές...

Με την ευκαιρία των γιορτών, νομίζω ότι δικαιολογείται μία μικρή παρέκκλιση από τον πολιτικό χαρακτήρα του ημερολογίου για να στείλω σε όλες και όλους του bloggers τις πιο θερμές μου ευχές, μαζί με τις ευχαριστίες μου για τον ωραίο και έντονο διάλογο.
Ελπίζω τη νέα χρονιά οι διάλογοι μας να είναι ακόμη καλύτεροι.

Υ.Γ.1: Συνήλθε χθες έκτακτο συνέδριο της ΚΕΔΚΕ με αφορμή την προσπάθεια της κυβέρνησης να τροποποιήσει το Π.Δ. που ρυθμίζει τις εκλογές των οργάνων των Τοπικών Ενώσεων και της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων. Στο συνέδριο μίλησα εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ. Την ομιλία μου μπορείτε να ανζητήσετε στην ιστοσελίδα μου.

Υ.Γ.2:Το πλήρες κείμενο της ομιλίας μου στη συζήτηση του προϋπολογισμού του 2007 υπάρχει και αυτό στην ιστοσελίδα μου.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

Ομιλίες μου την εβδομάδα που πέρασε...

Νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε ορισμένες νέες καταγραφές στο «πολιτικό ημερολόγιο».

Αρχίζω με την γνωστή υπόθεση του άρθρου 16 που έχει προκαλέσει ήδη πολύ μεγάλη συζήτηση και στο «πολιτικό ημερολόγιο».
Είχα την ευκαιρία την προηγούμενη Δευτέρα (4.12.2006) μιλώντας σε μία εκδήλωση της ΠΑΣΠ Νομικής Θεσσαλονίκης να κωδικοποιήσω τις θέσεις μου και κυρίως να απαντήσω σε ερωτήματα που αφορούν δύο μεγάλα κοινωνικά θέματα: την φοιτητική μετανάστευση και τη λειτουργία των λεγομένων κολλεγίων στην Ελλάδα σε συνεργασία με βρετανικά κυρίως πανεπιστήμια, που τους δίνουν με σύμβαση το δικαίωμα χρήσης της επωνυμίας τους. Η απομαγνητοφωνημένη ομιλία μου στην ΠΑΣΠ Θεσσαλονίκης υπάρχει στην ιστοσελίδα μου και όσοι θέλουν μπορούν να δουν την κωδικοποίηση των απόψεων μου.

Την προηγούμενη Τετάρτη (6.12.2006) είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω το νέο βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη με τον δελεαστικό τίτλο «Θηλυκό Πόκερ». Όπως είπα στην παρουσίαση αυτή, στη Στοά Σπυρομήλιου, στο Κέντρο της Αθήνας, ο Μίμης Ανδρουλάκης είναι ένας μεγάλος «μαιευτήρας ιδεών». Εφαρμόζει την κλασική φόρμα του φιλοσοφικού διαλόγου και την κλασική μαιευτική μέθοδο προκειμένου να κάνει αυτό που στη σημερινή γλώσσα έχει επικρατήσει να λέγεται «brainstorming» γύρω από τα πιο σκληρά θέματα. Σκληρά όμως με την αμιγώς πολιτική έννοια του όρου: Ασφαλιστικό, εργασιακές σχέσεις, φορολογικό, νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανταγωνιστικό μεταβιομηχανικό μοντέλο κ.ο.κ. Η σύντομη παρουσίαση μου είναι και αυτή απομαγνητοφωνημένη και υπάρχει στην ιστοσελίδα μου για όσους ενδιαφέρονται για ένα πολύ σημαντικό βιβλίο.

Τέλος, το Σάββατο 9.12.2006 είχα την ευκαιρία να μιλήσω σε μία ημερίδα που οργάνωσε το περιοδικό Monthly Review στην Θεσσαλονίκη με τον κεντρικό τίτλο «Υπάρχει Αριστερά στην Ευρώπη;». Ένα ερώτημα επίμονο, κλασικό, αλλά και εξαιρετικά κρίσιμο και επίκαιρο ιδίως για κόμματα εξουσίας, κόμματα της ευρωπαϊκής «κυβερνητικής» αριστεράς, όπως είναι το ΠΑΣΟΚ. Και αυτή η ομιλία υπάρχει στην ιστοσελίδα μου για όσους έχουν σχετικό ενδιαφέρον.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2006

Η δικαστικοπολιτική υποκρισία και η ανάγκη ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου

Ι. Από τις αποφάσεις για τις αποδοχές των δικαστικών …

Μία και μόνη κοινωνικά προκλητική απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 99 (Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας που κακώς επικράτησε να αποκαλείται «μισθοδικείο») άρκεσε προκειμένου να υπάρχει αντίδραση και έντονος προβληματισμός γύρω από το πώς θα πρέπει να εκδικάζονται οι διαφορές για αποδοχές και συντάξεις δικαστικών λειτουργών. Ίσως θα έπρεπε να θυμίσουμε ότι το ειδικό αυτό δικαστήριο λειτουργεί για δεκαετίες και απλώς το 2001 ανέλαβε να εκδικάζει και τις διαφορές από αποδοχές και συντάξεις δικαστικών, όταν προκύπτουν νομικά ζητήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος. Αυτό έγινε γιατί τόσο πριν το 2001, όσο δυστυχώς και μετά τα κοινά δικαστήρια και ιδίως τα ανώτατα (Άρειος Πάγος, ΣτΕ, Ελεγκτικό Συνέδριο) κρίνοντας για αποδοχές και συντάξεις δικαστικών, εκδίδουν διαρκώς αποφάσεις με τις οποίες επεκτείνουν στους δικαστικούς την εφαρμογή ρυθμίσεων που αφορούν άλλους κλάδους (βουλευτές, αξιωματικούς, πανεπιστημιακούς, δημοσίους υπαλλήλους, γιατρούς ΕΣΥ κ.ο.κ. και άρα εντάσσονται σε άλλα μισθολογικά συστήματα.
Δίνω στη δημοσιότητα έναν ενδεικτικό κατάλογο τέτοιων αποφάσεων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων τόσο πριν όσο και μετά το 2001.
Στον κατάλογο αυτό φαίνεται ότι πολύ πρόσφατα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας επέκτεινε και στους εν ενεργεία και στους συνταξιούχους δικαστικούς τις ρυθμίσεις του Ζ’ ψηφίσματος του 1974 για τη φορολογική μεταχείριση των βουλευτών, ένα πολύ μεγάλο μέρος της αποζημίωσης των οποίων καλύπτει εισφορές στα κόμματα και δαπάνες πολιτικών δραστηριοτήτων και όχι το μηνιαίο εισόδημα τους. Άλλωστε οι βουλευτές είναι αιρετοί προσωρινοί εκπρόσωποι του λαού και όχι ισόβιοι λειτουργοί όπως οι δικαστές.
Στον ίδιο κατάλογο φαίνεται ότι τα δικαστήρια έχουν κρίνει αντισυνταγματικές και έχουν παραμερίσει διατάξεις νόμων με τις οποίες απαγορεύεται η επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκών ρυθμίσεων και η επιδίκαση αμοιβών, χορηγιών και επιδομάτων, αν αυτό δεν προβλέπεται ρητά σε οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο. Τα δικαστήρια έκριναν ότι μία παρόμοια νομοθετική απαγόρευση αντιβαίνει στις θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις της αρχής της ισότητας και της διάκρισης των εξουσιών, αλλά και στο δικαίωμα παροχής δικαστικής παρουσίας που κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα όσο και στην ΕυρΣΔΑ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αν μία παρόμοια απαγόρευση ενταχθεί στο Σύνταγμα σε μία μελλοντική αναθεώρηση του, θα κριθεί πιθανότατα αντισυνταγματική, καθώς η συνταγματικότητα των αναθεωρημένων διατάξεων ελέγχεται από τα δικαστήρια με κριτήριο το άρθρο 110 του Συντάγματος. Επιπλέον θα ασκηθούν σίγουρα προσφυγές στο Στρασβούργο με βάση το άρθρο 6 της ΕυρΣΔΑ.

ΙΙ …. στις κοινωνικές και θεσμικές ομηρίες

Ενώ λοιπόν μία απόφαση για τις αποδοχές των δικαστικών προκαλεί τέτοιο δικονομικό προβληματισμό, παρακολουθούμε αδιάφοροι επί τόσα χρόνια τους συμβασιούχους να γίνονται «μπαλάκι» μέσα στις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του δικονομικού μας συστήματος: Άλλα λένε τα πολιτικά δικαστήρια και τελικά ο Άρειος Πάγος ως προς τον ορθό χαρακτηρισμό των συμβάσεων τους. Άλλα λέει το Συμβούλιο της Επικρατείας ως προς το Π.Δ. 164/2004, παρότι συμφωνεί με τα πολιτικά δικαστήρια ως προς την δυνατότητα να γίνεται δικαστικά ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός των συμβάσεων. Και εντέλει άλλα λέει το Ελεγκτικό Συνέδριο ως προς την πληρωμή των αποδοχών και των ενσήμων των συμβασιούχων και ως προς την δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων να προβαίνουν στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των εργασιακών σχέσεων.
Το ίδιο όμως συμβαίνει και με πλήθος άλλων κρίσιμων κοινωνικών θεμάτων: Το ύψος του εφάπαξ των συνταξιούχων, το προσωρινό προσωπικό επίδομα των δημοσίων υπαλλήλων, το οικογενειακό επίδομα στον έναν ή και στους δύο συζύγους, η μεταφορά του συντελεστή δόμησης όταν επιβάλλονται περιορισμοί σε διατηρητέα ακίνητα κ.ο.κ. Χιλιάδες άνθρωποι ταλαιπωρούνται και ξοδεύονται χωρίς να μπορούν να βρουν λύση επί χρόνια.
Είναι να απορεί κάποιος πως δεν εξεγείρεται η δικονομική μας ευαισθησία όταν για μείζονα θέματα μεγάλης ιστορικής και πολιτικής σημασίας, όπως η λεγόμενη «βασιλική περιουσία» ή παλαιότερα η συνταγματικότητα του νόμου πλαισίου για τα ΑΕΙ προκύπτουν με οφθαλμοφανείς δικονομικές μεθοδεύσεις αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι μεθοδεύσεις μάλιστα αυτές έγιναν για να αμφισβητηθεί η τελική κρίση του ΣτΕ με αντίθετες αποφάσεις του Αρείου Πάγου και να οδηγηθούν τα θέματα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Το σημερινό σύστημα είναι αυτό που επιτρέπει την αμφισβήτηση του ΣτΕ και όχι το σύστημα του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Ακόμη όμως προκλητικότερη είναι η δικονομική επανάπαυση όταν το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100, ως εκλογοδικείο, εκδίδει αποφάσεις όπως η τελευταία για τις λευκές ψήφους που είχε ως συνέπεια να αυξηθούν κατά μία οι έδρες της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Το ίδιο είχε συμβεί και το 1990 με άλλη απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου που είχε ως αποτέλεσμα η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη να αποκτήσει πλειοψηφία 151 εδρών, αντί των 150 που διέθετε.

ΙΙΙ. Η ανάγκη ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου

Το ισχύον σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι φαινομενικά μόνον διάχυτο και παρεμπίπτον. Στην πραγματικότητα είναι σύστημα συγκεντρωτικού και ευθέως ελέγχου μόνον που αυτό γίνεται κατά τρόπο στρεβλό. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας στην πράξη δεν ασκείται από όλα τα δικαστήρια όλων των βαθμών και των κλάδων, αλλά μόνο από τα τρία ανώτατα (ΑΠ, ΣΤΕ, ΕΕ) και ευτυχώς μετά την αναθεώρηση του 2001 από τις Ολομέλειες τους και όχι από μικρότερους μη αντιπροσωπευτικούς σχηματισμούς των πέντε ή ακόμη και των τριών μετά ψήφου δικαστών.
Όσοι ισχυρίζονται ότι με το ισχύον Σύνταγμα ο κάθε ειρηνοδίκης ή πρωτοδίκης μπορεί να προβεί σε έλεγχο συνταγματικότητας πρέπει να μας πουν αν γνωρίζουν κάποιο ζήτημα συνταγματικότητας που να κρίθηκε οριστικά και αμετάκλητα και να οδήγησε σε σταθερή και καθαρή θέση της νομολογίας με αποφάσεις πρωτοδικείων ή έστω εφετείων. Κανένα.
Στην Ελλάδα η άσκηση ενδίκων μέσων είναι εύκολη και όλοι καταφεύγουν σε αυτά. Επίσης στο ΣτΕ τις περισσότερες φορές και στο Ελεγκτικό Συνέδριο πάντοτε δεν μεσολαβεί κρίση κατώτερου δικαστηρίου. Υπάρχει, τέλος, σε κάθε περίπτωση η αναίρεση υπέρ του νόμου που φέρνει τα νομικά ζητήματα στα ανώτατα δικαστήρια.
Στο μεταξύ το ελληνικό σύστημα υπάγεται ούτως ή άλλως στον αυστηρό έλεγχο δύο οιονεί συνταγματικών δικαστηρίων: του ΕυρΔΔΑ και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που εκ των πραγμάτων υπέρκεινται όλων των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας για θέματα απολύτως συναφή με τα θέματα συνταγματικότητας καθώς τα θέματα αυτά τις περισσότερες φορές τίθενται και ως θέματα πιθανής αντίθεσης στην ΕυρΣΔΑ και το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο.
Το ερώτημα δεν είναι αν θα ασκείται έλεγχος, αλλά με πόση ταχύτητα και πόση σαφήνεια. Το ερώτημα δεν είναι τι λέει το Σύνταγμα στις ουσιαστικές του διατάξεις, αλλά το πώς και ποιος τις ερμηνεύει αποδίδοντας σε αυτές το νόημα που θέλει. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των πανευρωπαϊκών και των θεσμικά ανεπτυγμένων κρατών εκτός Ευρώπης έχει προσχωρήσει στο σύστημα του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Είμαι θερμός οπαδός του διαχύτου ελέγχου, αλλά γνωρίζω τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες του συστήματος αυτού. Γνωρίζω και τα πλεονεκτήματα, αλλά και τους κινδύνους του συγκεντρωτικού συστήματος του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Γι΄ αυτό πιστεύω στην ανάγκη συνδυασμού των πλεονεκτημάτων και των δύο συστημάτων.
Θέλω ο κάθε δικαστής, ο κάθε πρωτοδίκης και ειρηνοδίκης, να μπορεί να προβαίνει σε έλεγχο αντισυνταγματικότητας, αλλά στην περίπτωση αυτή με το θάρρος της γνώμης και της επιστημονικής του ικανότητας να συντάσσει μία εμπεριστατωμένη απόφαση, ικανή να σταθεί ενώπιον της Ολομέλειας του ανωτάτου δικαστηρίου του κλάδου του και ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Δεν θεωρώ ότι πρόχειρες ή φευγαλέες αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων που εξαφανίζονται από τα εφετεία ή αναιρούνται από τα ανώτατα δικαστήρια έχουν πραγματικό νόημα από πλευράς ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
Σημασία όμως έχει το πώς συγκροτείται το Συνταγματικό Δικαστήριο, ποιοι το απαρτίζουν και το πώς επιλέγονται. Διαφωνώ ριζικά με την πρόταση της Ν.Δ. να μετατραπεί σε Συνταγματικό Δικαστήριο το σημερινό Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, όπου μετέχουν οι Πρόεδροι των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (που έχουν κάποια στιγμή επιλεγεί από την κυβέρνηση), μαζί με τέσσερις αρεοπαγίτες και τέσσερις συμβούλους Επικρατείας που κληρώνονται με διετή θητεία. Είδαμε πως λειτουργεί το ΑΕΔ και ως συνταγματικός δικαστής και ως εκλογοδικείο.
Η δική μου πρόταση είναι να αξιοποιήσουμε το πιο ώριμο ευρωπαϊκό μοντέλο που είναι το γερμανικό. Το ίδιο σε γενικές γραμμές μοντέλο ακολουθεί η μεγάλη πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Πρέπει το Συνταγματικό Δικαστήριο να έχει εννέα ή έντεκα μέλη που εκλέγονται για μία μη ανανεώσιμη θητεία επτά ετών από την Ολομέλεια της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία 2/3. Αυτό οδηγεί σε επιλογή προσώπων μεταξύ των ανωτέρων και ανωτάτων δικαστικών λειτουργών και των καθηγητών νομικής που είναι μετριοπαθή, καταξιωμένα, συναινετικά και κυρίως υπεύθυνα.
Ο διάχυτος έλεγχος από όλα τα δικαστήρια εξακολουθεί να λειτουργεί. Όταν όμως το δικαστήριο διαπιστώνει αντίθεση προς το Σύνταγμα παραπέμπει το ζήτημα στην ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου και αν αυτή συμφωνήσει, το ζήτημα πλέον φτάνει το Συνταγματικό Δικαστήριο. Παράλληλα τόσο η κυβέρνηση όσο και ένας αριθμός βουλευτών μπορούν να προσφύγουν κατευθείαν στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Το επιχείρημα ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο θυμίζει τη δικτατορία είναι αστείο. Κάποιοι δικαστές των τακτικών δικαστηρίων και κάποιοι εισαγγελείς ήταν εκείνοι που στελέχωσαν πολιτικές, αλλά και κρίσιμες δικαστικές θέσεις την εποχή της δικτατορίας. Λίγοι αντιστάθηκαν, αρκετοί συνεργάστηκαν, οι συντριπτικά περισσότεροι σιώπησαν. Ακόμη θυμούμαστε τον τότε Πρόεδρο του Αρείου Πάγου να ανακοινώνει στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών τα αποτελέσματα του δευτέρου «δημοψηφίσματος» της Χούντας.
Τα συνταγματικά δικαστήρια είναι στοιχείο της κοινής ευρωπαϊκής συνταγματικής παράδοσης. Γι΄ αυτό λειτουργεί και το ΔΕΚ ως συνταγματικό δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι΄ αυτό οι δικαστές του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου επιλέγονται από τα πολιτικά όργανα των χωρών τους, της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Συμφωνώ λοιπόν με την ανάγκη ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου. Διαφωνώ όμως ριζικά με την πρόταση της Ν.Δ. να μετατραπεί το ΑΕΔ σε συνταγματικό δικαστήριο καθώς και στην ανάθεση στο δικαστήριο αυτό αρμοδιοτήτων που ανήκουν στο Κοινοβούλιο. Γι΄ αυτό δεν θα ψηφίσω στην παρούσα Βουλή υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 100. Θα ψηφίσω λευκό γιατί η Ν.Δ. διαθέτει 165 βουλευτές και δεν πρέπει να διαπιστωθεί η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 100, με πλειοψηφία που υπερβαίνει τους 180 ψήφους προκειμένου να διατηρηθεί η εγγύηση της αυξημένης πλειοψηφίας των 180 ψήφων στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή. Το ότι συμφωνούμε στην ανάγκη αναθεώρησης δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε στο περιεχόμενο της αναθεώρησης, όπως συμβαίνει και με το άρθρο 16.

Τρίτη, Νοεμβρίου 14, 2006

Το μέλλον του Ελληνικού Πανεπιστημίου

Για όσους ενδιαφέρονται δίνω στη δημοσιότητα το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της ομιλίας μου στην πρόσφατη ημερίδα του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) γύρω από το μέλλον του ελληνικού πανεπιστημίου

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Το ζήτημα του άρθρου 16

Όσοι πιστεύουν ότι το πρόβλημα των ελληνικών πανεπιστημίων είναι το άρθρο 16 του Συντάγματος απατώνται και παραπλανούν. Στο ζήτημα της παιδείας συμπυκνώνονται όλα τα ζητήματα που αφορούν αφενός μεν το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, αφετέρου δε τη διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας. Το πρόβλημα της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες δεν είναι συνεπώς συνταγματικό, αλλά πολιτικό, οικονομικό και πρωτίστως παιδαγωγικό. Αφορά τις κακές και ξεπερασμένες παιδαγωγικές πρακτικές που καταλήγουν σε ένα λύκειο χωρίς ταυτότητα. Σε ένα λύκειο που παράγει αποφοίτους χωρίς επαρκείς δεξιότητες και υποτάσσεται στην «διαστροφική» λογική των γενικών εξετάσεων που ακυρώνουν τη δημιουργική σκέψη, βασανίζουν παιδιά και γονείς και λειτουργούν ως προθάλαμος στον οποίο αναπαράγεται και οξύνεται τόσο το πρόβλημα της παραπαιδείας, όσο και το διαρθρωτικό πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου.
Αν λένε αλήθεια όσοι δηλώνουν ότι έχουν ως θεμελιώδη στόχο την αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου, τότε όλα όσα απαιτεί η πλήρης αναβάθμιση και ο ριζικός εκσυγχρονισμός του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου μπορούν να γίνουν και στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος. Καταγράφω τα οκτώ βασικά σημεία:
1. Η πλήρης διοικητική χειραφέτηση των πανεπιστημίων, με άμεση ψήφιση σχετικής διάταξης νόμου, ώστε το καθένα από αυτά να αναλάβει, ως κοινότητα διδασκόντων και διδασκομένων, την ευθύνη των αναγκαίων αλλαγών με τρόπο που προσιδιάζει στο αντικείμενο, το μέγεθος και τον τόπο εγκατάσταση κάθε ακαδημαϊκής μονάδας, με βάση δηλαδή την αρχή της πολυτυπίας και όχι την αρχή της ομοιομορφίας.
2. Η επαρκής χρηματοδότηση όχι μόνο των βασικών πανεπιστημιακών λειτουργιών, αλλά και της έρευνας σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και τον ιδιωτικό τομέα που πρέπει να σέβεται την ακαδημαϊκή αυτονομία και να αξιοποιεί τις δυνατότητες των ελληνικών πανεπιστημίων. Βασική πανεπιστημιακή λειτουργία είναι και η φοιτητική μέριμνα και ιδίως η καταπολέμηση της φοιτητικής φτώχειας. Ο στόχος του 5% του ΑΕΠ για την παιδεία μπορεί να επιτευχθεί στον φετινό και τους δύο το πολύ επόμενους προϋπολογισμούς, δηλαδή μέσα σε μία τριετία.
3. Η παροχή στα πανεπιστήμια της πλήρους ευχέρειας για ανάπτυξη ευέλικτων, σύγχρονων και πρωτότυπων διατμηματικών, διασχολικών και διαπανεπιστημιακών εκπαιδευτικών, αλλά και ερευνητικών προγραμμάτων, προσέλκυση ξένων φοιτητών σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, οργάνωση και ξενόγλωσσων προγραμμάτων, ακαδημαϊκή διαπανεπιστημιακή αξιολόγηση σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
4. Η πλήρης ακαδημαϊκή εξίσωση των ΤΕΙ με τα ΑΕΙ με διατήρηση όμως του ιδιαίτερου τεχνολογικού τους προσανατολισμού και με όσα αυτή συνεπάγεται ως προς τα προσόντα του διδακτικού προσωπικού και ιδίως ως προς το επιστημονικό και επαγγελματικό μέλλον των φοιτητών.
5. Η ριζική αλλαγή στην οργάνωση και τους σκοπούς του λυκείου και η εξίσου ριζική αλλαγή της φιλοσοφίας και του προσανατολισμού των γενικών εξετάσεων, δηλαδή του τρόπου εισαγωγής στα ΑΕΙ. Είναι ανάγκη να υπάρχουν πιστοποιημένες δεξιότητες των αποφοίτων του λυκείου (π.χ. ξένη γλώσσα, χρήση υπολογιστή). Να προβλέπεται η παροχή β’ ευκαιρίας σε όλους τους νέους για την πραγματοποίηση πανεπιστημιακών σπουδών καθώς και η διασφάλιση της δυνατότητας ενδοπανεπιστημιακής κινητικότητας των φοιτητών που εισάγονται σε ένα τμήμα και επιδιώκουν την μετακίνηση τους σε άλλο.
6. Ο νομοθετικός και διοικητικός έλεγχος (με την έννοια της πιστοποίησης της ακρίβειας των διαφημιζομένων ιδιοτήτων) όλων των εκπαιδευτικών υπηρεσιών που προσφέρονται σε μεταλυκειακό επίπεδο ως «πανεπιστημιακού» χαρακτήρα σπουδές.
7. Η διαμόρφωση του νομικού πλαισίου της εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα από πανεπιστήμια άλλων κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και από ελληνικά πανεπιστήμια σε άλλα κράτη-μέλη, στο πλαίσιο αυτών που πράγματι ισχύουν στην κοινοτική έννομη τάξη σύμφωνα και με τη νομολογία του ΔΕΚ αφενός μεν ως προς την ακαδημαϊκή αναγνώριση, αφετέρου δε ως προς την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων.
8. Η διασφάλιση της δυνατότητας ίδρυσης με νόμο μη κρατικών, αλλά πάντοτε μη κερδοσκοπικών- κοινωφελών πανεπιστημίων που θα λειτουργούν αυτόνομα, αλλά υπό δημόσιο έλεγχο, με αξιοκρατική εισαγωγή των φοιτητών και ακαδημαϊκά κριτήρια επιλογής των καθηγητών, εφόσον φυσικά υπάρχουν οι δωρητές και οι χορηγοί που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν το βάρος της ίδρυσης και της λειτουργίας τους. Οι ίδιοι συνταγματικοί κανόνες ποιότητας και αξιοκρατίας πρέπει να ισχύουν για όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το δικαίωμα της εκπαίδευσης κατά το λόγο της αξίας και της οικονομικής δυνατότητας του καθενός πρέπει να ισχύει παντού και όχι μόνο στα δημόσια κρατικά πανεπιστήμια.

Μία αναθεώρηση του άρθρου16 θα είχε συνεπώς νόημα αν όλα αυτά –εγγυήσεις και δυνατότητες- που συνάγονται από την ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση, περιλαμβανόντουσαν ρητά στο σύνταγμα για την αποφυγή ερμηνευτικών τριβών και καθυστερήσεων. Η τοποθέτηση όμως του άρθρου 16 στο κατάλογο των υπό αναθεώρηση διατάξεων και μάλιστα εν λευκώ (καθώς οι νομικές δεσμεύσεις τίθενται από την επόμενη και όχι από αυτή την Βουλή) προκαλεί -και αυτό είναι εύλογο – έντονη ανησυχία στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Πολλοί φοβούνται την εγκατάλειψη και την υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστήμιου και τον άνισο ανταγωνισμό από ιδιωτικά πανεπιστήμια με υψηλά δίδακτρα, άμεσες ή έμμεσες επιχειρηματικές ενισχύσεις και άμεση ή έμμεση κρατική πριμοδότηση ή από δήθεν «πανεπιστήμια» που θα ευτελίσουν την ίδια την έννοια της ανώτατης εκπαίδευσης. Η Νέα Δημοκρατία στην δική της πρόταση αναθεώρησης δεν περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις.
Εφόσον συνεπώς δεν παρασυρόμαστε από ένα νεοφιλελεύθερο οίστρο και εφόσον θέλουμε πράγματι να αντιμετωπιστούν με αυστηρούς ποιοτικούς όρους και ισχυρές εγγυήσεις τα οκτώ σημεία που παραθέσαμε, τότε σε καμία περίπτωση η αναθεώρηση του άρθρου 16 δεν μπορεί να αφεθεί στην απλή πλειοψηφία της επόμενης Βουλής.
Ούτε η παιδεία ούτε το Σύνταγμα είναι πεδία για κομματικές «ζαριές». Το ΠΑΣΟΚ θέλει και μπορεί να κερδίσει τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, στο Σύνταγμα όμως, όπως και στην παιδεία, απαιτείται να διαμορφώνονται οι ευρύτερες δυνατές συναινέσεις και πλειοψηφίες.
Αν λοιπόν η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16 αποφασιστεί από τη σημερινή Βουλή με πλειοψηφία ίση ή μεγαλύτερη των 180 ψήφων, η επόμενη βουλή θα μπορεί να το διαμορφώσει επί της ουσίας με μόλις 151 ψήφους. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί και για λόγους συνταγματικής σοβαρότητας, αλλά και γιατί θα πυροδοτήσει αντί να κατευνάσει τη μακρά και γενικευμένη κρίση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Πρακτικά αρκεί να ψηφίσουν στην παρούσα Βουλή μόλις 15 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ υπέρ της ανάγκης αναθεώρησης του άρθρου 16 για να συγκεντρωθεί, μαζί με τους 165 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, η αυξημένη πλειοψηφία των 180 ψήφων. Άρα σημασία δεν έχει η διαφοροποίηση μερικών βουλευτών του ΠΑΣΟΚ που έχουν συνειδησιακό πρόβλημα, όπως έχω εγώ ως καθηγητής πανεπιστημίου και ως δάσκαλος του συνταγματικού δικαίου. Σημασία έχει να διαμορφώσει και να προβάλει το ΠΑΣΟΚ μία συνολική και αξιόπιστη πρόταση για την έξοδο της παιδείας από την κρίση.
Η ευθύνη της κρίσης βαραίνει την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό προσωπικά. Η κυβέρνηση, με αφορμή την απεργία των δασκάλων, δοκίμασε ένα εγχώριο μοντέλο θατσερικού τύπου. Επένδυσε στην δική της αδιαλλαξία και την κούραση και την οικονομική καχεξία των απεργών. Και αυτό όμως έφτασε μέχρις ενός ορισμένου σημείου. Οι δάσκαλοι επέστρεψαν υπερήφανοι στα σχολεία τους και θα δώσουν το σχετικό μήνυμα στους μαθητές τους.
Ευθύνη όμως έχει και το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα εξουσίας και μάλιστα ευθύνη θεσμικά συγκεκριμένη, τουλάχιστον ως προς το άρθρο 16, καθώς αν θέλει μπορεί να διασφαλίσει ότι η τελική διαμόρφωση του στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή θα περιέχει όλες τις ρήτρες που απαιτούνται για την προστασία και την αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου και της εκπαίδευσης συνολικά. Αυτές τις ρήτρες δεν τις αποδέχεται η Νέα Δημοκρατία. Το να λέμε απλώς ότι σίγουρα το ΠΑΣΟΚ θα είναι η πλειοψηφία της επόμενης Βουλής είναι μία εύλογη πολιτική πρόβλεψη. Αυτή όμως δεν μπορεί να μετατρέπεται σε επίδειξη κομματικού πατριωτισμού. Γιατί δεν αρκεί να έχουμε την κυβερνητική πλειοψηφία. Χρειαζόμαστε πάντοτε ευρύτερες κοινωνικές και θεσμικές συναινέσεις σε θέματα όπως η παιδεία.
Η συζήτηση του άρθρου 16 στη Βουλή μπορεί συνεπώς να είναι εξαιρετική ευκαιρία να αναδειχθούν οι ευθύνες της κυβέρνησης, αλλά και η συνολική πολιτική πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την έξοδο της παιδείας από την κρίση.-

Η ανάγκη σύστασης Συνταγματικού Δικαστηρίου

Η κραυγαλέα κοινωνική αντίφαση που δημιούργησαν οι δύο κρίσιμες χθεσινές αποφάσεις του «μισθοδικείου» για τις αποδοχές των δικαστών και του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την μη πληρωμή των συμβασιούχων, είναι ταυτόχρονα και κραυγαλέα εσωτερική αντίφαση της έννομης τάξης και του δικαστικού συστήματος της χώρας. Ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων πρέπει να υπάρχει και να στοχεύει κυρίως στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να αποκλείονται δικονομικά τεχνάσματα και οργανωμένες ή τυχαίες αντιφάσεις που γενούν αδικίες και προκαλούν κρίσεις ή αδιέξοδα.
Γι΄ αυτό τονίζω και πάλι την προσωπική επιστημονική και πολιτική μου θέση για την ανάγκη να συσταθεί Συνταγματικό Δικαστήριο με μέλη εκλεγόμενα από τη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία 2/3, όπως συμβαίνει με επιτυχία επί μισό και πλέον αιώνα στη Γερμανία.
Παράλληλα το κάθε δικαστήριο διάχυτα θα ελέγχει την συνταγματικότητα με σοβαρότητα και θάρρος γνώμης, όλες όμως οι κρίσεις περί αντισυνταγματικότητας θα εισάγονται τελικά στο Συνταγματικό αυτό Δικαστήριο που θα έχει αίσθηση της κοινωνικής και θεσμικής του ευθύνης έναντι του Λαού στο όνομα του οποίου εκδίδονται και εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις.
Ήδη ετέθη το θέμα πως η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπερέβη τη δικαιοδοσία της και παρεβίασε το άρθρο 100 παρ. 1 περ. δ΄ Συντ. Είναι επίσης προφανές ότι το δικηγορικό σώμα, μέλη του οποίου μετέχουν ως δικαστές στο «μισθοδικείο», πρέπει να προβληματιστεί. Παρότι η ίδρυση και μόνο του ειδικού αυτού δικαστηρίου το 2001 είχε το θετικό αποτέλεσμα να περιοριστεί δραστικά ο αριθμός αποφάσεων που επιδικάζουν ποσά σε δικαστές επεκτείνοντας μισθολογικές ρυθμίσεις άλλων κατηγοριών.
Είναι όμως προφανές ότι αυτό δεν αρκεί. Εφόσον για όλα αυτά τα θέματα τελικός ερμηνευτής και εφαρμοστής του Συντάγματος είναι ένα δικαστικό όργανο, σημασία δεν έχει τι λέει η συνταγματική διάταξη, αλλά πώς την ερμηνεύει και άρα ποιο είναι το δικαστικό αυτό όργανο.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

Για το Τέμενος στην Αθήνα...

Ψηφίστηκε χθες στη Βουλή, με μεγάλη δυστυχώς καθυστέρηση και εσωτερικές αντιφάσεις, ο νόμος για την ίδρυση οργανισμού μουσουλμανικού Τεμένους στην Αθήνα.
Θα διαβάσατε ίσως στις εφημερίδες ότι το ΠΑΣΟΚ τάχθηκε στην Ολομέλεια υπέρ της αρχής του νομοσχεδίου, αλλά καταψήφισε τα άρθρα 5 και 6. Εγώ ακολουθώντας τη γραμμή αυτή πρόβαλα το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας των δύο αυτών διατάξεων που προβλέπουν ότι το Τέμενος διοικείται από 7μελές διοικητικό συμβούλιο στο οποίο μετέχουν δύο μόνον εκπρόσωποι μουσουλμανικών σωματείων και 5 δημόσιοι υπάλληλοι ή επιστήμονες ( άρα κατά τεκμήριο μη μουσουλμάνοι) που διορίζονται από το κράτος. Αυτό το 7μελές συμβούλιο επιλέγει τον Ιμάμη του Τεμένους, ο οποίος τελικά διορίζεται από τον Υπουργό Παιδείας. Το σχήμα αυτό προσκρούει στο άρθρο 13 του Συντάγματος που προστατεύει την θρησκευτική ελευθερία, βασική όψη της οποίας είναι η ελευθερία της λατρείας. Καταρχάς δεν πρέπει να συγχέεται ο Μουφτής που στους νομούς της Θράκης ασκεί για την μουσουλμανική μειονότητα και δικαστικά και διοικητικά καθήκοντα, είναι άρα κρατικός λειτουργός, που διορίζεται από την πολιτεία με τον Ιμάμη που είναι ένας απλός θρησκευτικός λειτουργός.
Το πράγμα είναι πολύ απλό: Θα θέλαμε η νομοθεσία ενός άλλου κράτους με πλειονότητα πληθυσμού μουσουλμανική, να προβλέπει ότι ένας ορθόδοξος ναός ή ένα ορθόδοξο ίδρυμα διοικείται από όργανο με πλειοψηφία που δεν ανήκει στο ορθόδοξο δόγμα και επιπλέον αυτό το όργανο επιλέγει τον ιερέα ή τον επίσκοπο; Οφείλουμε να σεβόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα και πιο συγκεκριμένα την θρησκευτική ελευθερία χωρίς εκπτώσεις και υστεροβουλίες, χωρίς να προκαλούμε νέες τριβές επιχειρώντας να λύσουμε παλιά προβλήματα και χωρίς να δίνουμε επιχειρήματα που μπορεί διεθνώς να στραφούν εναντίον μας. Άλλωστε αν ο τρόπος διοίκησης του Τεμένους και η διαδικασία επιλογής του Ιμάμη δεν πείθει και δεν ικανοποιεί τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, είναι σαν να τους ωθούμε μακριά από τον επίσημο αυτό θεσμό, σε άλλους, ελεγχόμενους από τους ίδιους, λατρευτικούς χώρους.

Τρίτη, Νοεμβρίου 07, 2006

Περί διαλόγου...

Ευχαριστώ πιο συγκεκριμένα όσους επισήμαναν ότι blog σημαίνει διάλογος προφανώς. Άλλωστε τα κείμενα και οι απόψεις μου βρίσκονται στην ιστοσελίδα μου. Περιμένω λοιπόν με χαρά συγκεκριμένα σχόλια για τα σημεία του πολιτικού μου ημερολογίου προκειμένου να απαντήσω όσο μπορώ πιο άμεσα.
Κρατώ και την επισήμανση ότι ίσως θα έπρεπε τα θέματα να είναι λιγότερα. Αυτό βέβαια εξαρτάται από την ίδια την επικαιρότητα και από τις δραστηριότητες των ημερών.

Σκέψεις Τρίτης 7 Νοεμβρίου...

Ευχαριστώ καταρχάς για την υποδοχή και τα σχόλια, όλες και όλους που τα διατύπωσαν.


Την Κυριακή δημοσιεύτηκαν δύο συνεντεύξεις μου σε εφημερίδες τις οποίες θα ήθελα να αναφέρω. Μία συνέντευξη μου στον Τάσο Παππά, στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» για το μετεκλογικό τοπίο στο ΠΑΣΟΚ και τα βήματα που πρέπει να γίνουν και μία συνέντευξή μου στην Αννίτα Στιβακτάκη στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής» για την μετεκλογική κατάσταση στη Θεσσαλονίκη.

Είχα επίσης την ευκαιρία να παρουσιάσω την Παρασκευή 3.11. 2006 το βράδυ στο βιβλιοπωλείο ΜΟΛΧΟ – Προμηθέας της Θεσσαλονίκης, για δεύτερη φορά, το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου».
Θεωρώ υποχρέωση μου να μετέχω – και το κάνω συχνά – στις παρουσιάσεις βιβλίων, όχι μόνο πολιτικών και επιστημονικών, αλλά και λογοτεχνικών γιατί η προώθηση του βιβλίου και της αναγνωστικότητας είναι, κατά τη γνώμη μου, μία από τις πιο σημαντικές πολιτιστικές παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν στην σημερινή εποχή. Άλλωστε το ίδιο το διαδίκτυο και τα blog στο διαδίκτυο είναι μία επικράτηση του κειμένου σε σχέση με τον πολιτισμό της εικόνας.

Το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη είναι ένα βαθύτατα πολιτικό βιβλίο που αποτυπώνει την δεκαετία του 60΄στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη, σε συνδυασμό με υποθέσεις ή συμβάντα που χρωμάτισαν την περίοδο και την μετέπειτα ιστορική εξέλιξη. Αναφέρομαι στη δολοφονία Λαμπράκη, στην υπόθεση Παγκρατίδη και στον σχηματισμό του παρακράτους σε νόμιμη οργάνωση μέσω της υπόθεσης καρφίτσα που είχε ως αφορμή την επίσκεψη του στρατηγού Ντε Γκώλ στη Θεσσαλονίκη λίγες ημέρες πριν την δολοφονία Λαμπράκη.

Η απομαγνητοφωνημένη ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Γ, Σκαμπαρδώνη είναι στη διάθεση όποιου ενδιαφέρεται.

Στο κοινοβουλευτικό ημερολόγιο της προηγούμενης εβδομάδας περιλαμβανόντουσαν και δύο άλλα -κατά τη γνώμη μου- πολύ κρίσιμα σημεία:
Πρώτον, η συζήτηση στη διαρκή επιτροπή της Βουλής του νομοσχεδίου για το νέο καθεστώς της επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών.
Μετά την συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ των δικηγορικών συλλόγων και των δικαστικών ενώσεων κατοχυρώνεται πλέον και ρητά η αρμοδιότητα των δικηγορικών συλλόγων να εκφράζουν γνώμη όχι μόνο για την κατάσταση των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, αλλά και για τις επιδόσεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που υπηρετούν σε αυτά.
Είχα την ευκαιρία να μετάσχω και στην συνάντηση της ολομέλεια των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων με τους προέδρους των δικαστικών ενώσεων και στην σχετική συζήτηση.
Φυσικά το νομοσχέδιο μειώνει κατά τη γνώμη μου τις εγγυήσεις της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και γι΄ αυτό έχουμε υιοθετήσει πολλές από τις προτάσεις και των δικηγορικών συλλόγων και των δικαστικών ενώσεων.

Το δεύτερο σημείο αφορά την πολιτική προστασία, δηλαδή καθετί που αφορά κάθε έλληνα και κάθε μέλος της κοινωνίας των πολιτών γιατί στην πολιτική προστασία, δηλαδή στην αντιμετώπιση των εκτάκτων περιστατικών και ιδίως των φυσικών καταστροφών, κρίνεται η ποιότητα του κράτους και η ικανότητα του να προβλέπει και να διαχειρίζεται κρίσεις: από μία μικρή πυρκαγιά μέχρι ένα μεγάλο σεισμό.
Η συζήτηση έγινε με αφορμή την ψήφιση του νομοσχεδίου για το πυροσβεστικό σώμα, που πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι ο κορμός της πολιτικής προστασίας και ο συντονιστής όλων των άλλων υπηρεσιών λόγω της εμπειρίας αλλά και της υποδομής που διαθέτει.
Η ενοποίηση των υπουργείων Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης θα επιφέρει σχεδόν αυτόματα την ενοποίηση των υπηρεσιών που ασχολούνται με την πολιτική προστασία και ιδίως της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Ένα δεύτερο κρίσιμο σημείο του νομοσχεδίου αυτού είναι η εργασιακή τύχη χιλιάδων εποχικών πυροσβεστών που απασχολούνται –πολλοί από αυτούς είκοσι και πλέον χρόνια- χωρίς δυστυχώς να έχει ρυθμιστεί έως τώρα η εργασιακή τους σχέση, με αποτέλεσμα να παραμένουν σε καθεστώς αβεβαιότητας και ανασφάλειας.
Θα ήμουν ευτυχέστερος αν αυτό είχε συμβεί πριν τις εκλογές του 2004, αλλά έστω και τώρα, με βάση και τις σχετικές οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και την κοινή λογική, αυτό πρέπει και μπορεί να συμβεί πάρα πολύ εύκολα, μια που το δημόσιο ούτως ή άλλως καταβάλλει το σχετικό κόστος, αν συνυπολογίσουμε όχι μόνο τις δαπάνες για τις αποδοχές τους, αλλά και τις δαπάνες για το επίδομα ανεργίας που λαμβάνουν τους μήνες που δεν απασχολούνται στην πυροσβεστική υπηρεσία. Οι χειμερινοί αυτοί μήνες είναι πολύτιμοι και για προληπτικές ενέργειες, αλλά και για την παροχή υπηρεσιών στα αστικά κέντρα, καθώς δεν είναι μόνο οι δασικές πυρκαγιές που έχουν ενδιαφέρον, αλλά και πολλά άλλα ζητήματα πολιτικής προστασίας

Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006

Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος

Τέσσερα μεγάλης σημασίας θέματα τέθηκαν την εβδομάδα αυτή στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος:

Πρώτον, το ζήτημα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας
Δεύτερον, το ζήτημα των θεσμών άμεσης δημοκρατίας (και πιο συγκεκριμένα του δημοψηφίσματος και της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας)
Τρίτον, το ζήτημα της χρηματοδότησης των κομμάτων και της διαφάνειας στη διαχείριση των οικονομικών των κομμάτων και των πολιτικών προσώπων και
Τέταρτον το ζήτημα των κανονιστικών αρμοδιοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης, όταν αυτή ασχολείται με θέματα που της ανατίθενται από το κράτος και είναι μεγάλης σημασίας για τους πολίτες, όπως για παράδειγμα ο πολεοδομικός σχεδιασμός, θέματα υγείας και πρόνοιας κ.ο.κ.

Συνοπτικά σημειώνω:

Ως προς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας


Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα στην Ελλάδα λειτουργεί με απλό και «εύχρηστο» τρόπο χωρίς να δημιουργούνται περιττές τριβές και εντάσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζουμε προβλήματα πολιτικής υποαντιπροσώπευσης της κοινωνίας ή κρίσεις αξιοπιστίας και πειστικότητας του πολιτικού και του κομματικού μας συστήματος. Προφανώς και αντιμετωπίζουμε οξύτατα προβλήματα αυτού του είδους. Αυτά όμως δεν οφείλονται στο Σύνταγμα και πιο συγκεκριμένα στις συνταγματικές ρυθμίσεις για την διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία από τη Βουλή, αλλά σε λόγους αμιγώς κοινωνικούς και πολιτικούς.
Γι΄ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να διαφυλάξουμε τον συναινετικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Φυσικά και μπορεί να εξαλειφθεί η απειλή διάλυσης της Βουλής, σε περίπτωση αποτυχίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας γιατί εφόσον επιμένουμε στην συναινετική διαδικασία εκλογής του Προέδρου δεν χρειάζεται να καταφεύγουμε σε μία προεκλογική όξυνση και σε μία εκλογική αναμέτρηση με αφορμή ή πρόσχημα την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε άμεση εκλογή που αλλοιώνει την νομιμοποιητική λειτουργία του εκλογικού σώματος και εμφανίζει δύο όργανα με ισοδύναμη άμεση λαϊκή νομιμοποίηση: αφενός μεν την Βουλή, αφετέρου δε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ούτε είναι δυνατόν να μειώσουμε την αναγκαία πλειοψηφία, η οποία πιέζει τα κόμματα να συμφωνήσουν στην ανάδειξη μετριοπαθών και ευρύτερης αποδοχής προσωπικοτήτων όπως συνέβη με τις εξαιρετικές περιπτώσεις του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου και τώρα του Κάρολου Παπούλια.
Η προσφυγή στην άμεση εκλογή είναι αναμφίβολα γοητευτική καθώς διευκολύνει την άμεση και απευθείας συμμετοχή των πολιτών στην επιλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι ούτε Πρωθυπουργός, ούτε Δήμαρχος ή Νομάρχης. Δεν διαμορφώνει ούτε ασκεί πολιτικές, που επηρεάζουν την οικονομία, την ανάπτυξη, την εισοδηματική κατάσταση κ.ο.κ. Είναι σύμβολο ενότητας του λαού, κοινό σημείο αναφορά της κοινωνίας και κομματικά ουδέτερος ρυθμιστής του πολιτεύματος. Άρα έχει πολύ μεγάλη σημασία η εκλογή του να είναι συναινετική και αυτός να μην λειτουργεί συγκρουσιακά σε σχέση με τη Βουλή που συμπεριλαμβάνει και την κυβερνητική πλειοψηφία και την αντιπολίτευση.

Ως προς χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και των πολιτικών προσώπων κεντρικό στοιχείο της θέσης μου είναι η ανάγκη να περιοριστούν όλες οι περιττές και υψηλού κόστους δραστηριότητες προβολής που εμφανίζουν την πολιτική ως θέαμα και μειώνουν την αξία και την λειτουργία του πολιτικού λόγου και άρα του πολιτικού προβληματισμού.
Πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει η παροχή δωρεάν ραδιοτηλεοπτικού χρόνου σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και γι΄ αυτό επιμένω στην ανάγκη να είναι κατά βάση κρατική η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων με αντίστοιχο αυστηρό έλεγχο. Και η ιδιωτική χρηματοδότηση να μπορεί να προέλθει μόνον με επώνυμο και οριοθετημένο τρόπο από μέλη και φίλους. Όχι όμως από μέλη και φίλους «φαντάσματα», αλλά από μέλη και φίλους ενεργούς πολίτες που θέλουν πράγματι να έχουν αυτή τη συμμετοχή.

Τάχθηκα επίσης κατά της ιδέας να ανατεθεί σε αμιγώς δικαστικό όργανο ο έλεγχος των ζητημάτων αυτών, γιατί δυστυχώς το ίδιο το δικαστικό σώμα δεν κατοχύρωσε την αξιοπιστία του, καθώς εμφανίστηκαν εντυπωσιακά πολλές περιπτώσεις δικαστικών λειτουργών, που «αμέλησαν» να υποβάλλουν την δική τους δήλωση «πόθεν έσχες».
Είναι πραγματικά σόλοικο να ανατεθεί ο έλεγχος παρομοίων δηλώσεων του πολιτικού δυναμικού της χώρας σε ένα σώμα ελεγκτών, το οποίο δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του νόμου.
Σημειώνω ότι τώρα ο έλεγχος ασκείται από ορκωτούς ελεγκτές και τελικά από μεικτό όργανο στο οποίο μετέχουν εκπρόσωποι της Βουλής, αλλά και δικαστές από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο. Το όργανο αυτό είναι επαρκές, εφόσον φυσικά κάνει σοβαρά και ουσιαστικά τη δουλειά του.
Κανένας έλεγχος όμως και καμία τυπική διαδικασία δεν μπορεί να αποδώσει αποτελέσματα ως προς το πολιτικό χρήμα, αν το πρόβλημα δεν κτυπηθεί στην καρδιά του και η καρδιά του είναι οι υπερβολικές δαπάνες προβολής «διαφημιστικού» χαρακτήρα που δεν επιτρέπουν στον πολίτη να αξιολογεί την προσωπικότητα, το πολιτικό έργο και τον πολιτικό λόγο των πολιτικών προσώπων και πολύ περισσότερο των πολιτικών κομμάτων καθώς όλα αυτά επικαλύπτονται από κοσμικού ή εμπορικού χαρακτήρα στοιχεία.

Ως προς το ζήτημα του δημοψηφίσματος και της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι πολύ σημαντικό να ξεπεραστούν δυσπιστίες και αγκυλώσεις που έχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό ιστορικά αίτια καθώς στο παρελθόν στην Ελλάδα το δημοψήφισμα είχε ταυτιστεί μόνον με πολιτειακού χαρακτήρα μεταβολές και με σοβαρά φαινόμενα αλλοίωσης της γνήσιας και ανόθευτης βούλησης του εκλογικού σώματος.
Η δημοκρατία μας, αν θέλει να ξεπεράσει τη βαθιά κρίση της, πρέπει να μην λειτουργεί απλώς ως αντιπροσωπευτική, αλλά να τείνει στο μετασχηματισμό της σε μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία. με σεβασμό της κοινωνίας των πολιτών, με σεβασμό και αξιοποίηση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας, όπως το δημοψήφισμα και η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία.

Ως προς τις κανονιστικές αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης
Είναι πολύ σημαντικό να προστατεύουμε την θεσμική ολοκλήρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης και την μεταφορά σε αυτήν αρμοδιοτήτων πολύ σημαντικών για την καθημερινότητα του πολίτη από τον ιακωβινισμό και την συγκεντρωτική αντίληψη της νομολογίας των δικαστηρίων μας, που βλέπει με πάρα πού μεγάλη καχυποψία και δυσπιστία την ενίσχυση των σχετικών αρμοδιοτήτων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Ο πολίτης θέλει όμως καλή ποιότητα υπηρεσιών. Θέλει ένα κοινωνικό κράτος που να λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα και πολλές κρίσιμες υπηρεσίες που αφορούν την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη καθώς και τη λειτουργία του αναπτυξιακού κοινωνικού κράτους πρέπει να εξελίσσονται σε τοπικό επίπεδο με βασικό φορέα παροχής των αντίστοιχων υπηρεσιών την τοπική αυτοδιοίκηση και αυτό πρέπει να το διαφυλάξουμε. Αυτό αφορά την καλή λειτουργία των σχολείων, την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, τις εξατομικευμένες πολιτικές απασχόλησης για την αντιμετώπιση της ανεργίας, το ζήτημα των ναρκωτικών κ.ο.κ.

Το άρθρο 16
Βέβαια συνεχίζεται ο προβληματισμός με αφορμή την αναθεώρηση του Συντάγματος για το άρθρο 16 και θέλω να δώσω στη δημοσιότητα ένα κείμενο μου στο οποίο προσπαθώ να απαντήσω στο ερώτημα γιατί είναι τόσο κρίσιμη η συζήτηση για το άρθρο 16.
Στο ζήτημα του άρθρου 16 συγκεφαλαιώνονται όλα σχεδόν τα προβλήματα που αφορούν το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας και την διάρθρωση και την νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας.
Στο άρθρο 16 συμπυκνώνεται επίσης ο προβληματισμός για τη στρατηγική των μεταρρυθμίσεων. Ουσιαστικά δηλαδή αντιπαρατίθεται μία συντηρητική και μία προοδευτική αντίληψη για τις μεταρρυθμίσεις.

ShareThis