Θέλω να συσχετίσω τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΚ για την συμμόρφωση της Ελλάδας με την οδηγία για την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, με την απόφαση που σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες έλαβε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με ισχυρότατη μειοψηφία, για την απαγόρευση της δικαστικής επιδίωξης του ορθού χαρακτηρισμού των συμβάσεων των απασχολουμένων στο δημόσιο ως συμβάσεων αορίστου χρόνου.
Στην πρώτη περίπτωση η κυβέρνηση δείχνει να επιχαίρει, γιατί η πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα, αν γίνει δεκτή από το ΔΕΚ, επιβάλλει την αναθεώρηση του άρθρου 16 ή πάντως πρέπει να εφαρμοστεί από τη χώρας μας ανεξαρτήτως του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Στη δεύτερη περίπτωση η κυβέρνηση επιχαίρει γιατί η ολομέλεια του Αρείου Πάγου επέλεξε την όσο γίνεται πιο στενή ερμηνεία του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντ. αδιαφορώντας παντελώς για την οδηγία για τους συμβασιούχους και την σχετική νομολογία του ΔΕΚ.
Όπως στην υπόθεση του «βασικού μετόχου» έτσι και στις υποθέσεις των αποφοίτων των λεγομένων «κολεγίων» και κυρίως των συμβασιούχων η κυβέρνηση παίζει κατά τρόπο προκλητικό – παρασύροντας δυστυχώς και δικαστικά όργανα – τόσο με το Σύνταγμα όσο και με το κοινοτικό δίκαιο παραβιάζοντας προκλητικά τους ευρύτατα αποδεκτούς κανόνες ερμηνείας που σε όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διασφαλίζουν την εναρμόνιση των εθνικών συνταγμάτων με το κοινοτικό δίκαιο.
Αυτό για την υπόθεση των συμβασιούχων σημαίνει ότι το άρθρο 103 παρ. 8 πρέπει να εφαρμοστεί σε συνδυασμό με την αποσιωπούμενη προκλητικά ειδική μεταβατική διάταξη του άρθρου 118 παρ. 7 του Συντάγματος, πράγμα που σημαίνει ότι η κοινοτική οδηγία για τους συμβασιούχους πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως και όταν αυτό δεν γίνεται από την διοίκηση πρέπει να γίνεται απευθείας από τα δικαστήρια γιατί μόνον έτσι διασφαλίζεται η παράλληλη εφαρμογή και άρα η εναρμόνιση τόσο του εθνικού Συντάγματος όσο και του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου. Η γραμμή που ακολούθησε η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου προκαλεί τεχνητή σύγκρουση Συντάγματος και κοινοτικού δικαίου χωρίς καν να υπάρχει η ευαισθησία και η φρόνηση να υποβληθεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ.
Αντίθετα βλέπω μεγάλη προθυμία για την εφαρμογή όχι μιας υπάρχουσας, αλλά μιας διαφαινόμενης απόφασης του ΔΕΚ για τα επαγγελματικά δικαιώματα μέσω της «αναγνώρισης» των λεγομένων «κολεγίων» που λειτουργούν στην Ελλάδα. Επαναλαμβάνω, όσο πιο συνοπτικά γίνεται, ότι η σχετική οδηγία δεν αφορά ακαδημαϊκές αναγνωρίσεις, αλλά μόνον επαγγελματικά δικαιώματα εφόσον τα επαγγελματικά αυτά δικαιώματα αναγνωρίζονται και ασκούνται πραγματικά σε άλλη χώρα - μέλος στο πλαίσιο της ελεύθερης διακίνησης των εργαζομένων. Αυτό δεν αφορά το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος και τις εγγυήσεις που περιβάλλουν το δημόσιο πανεπιστήμιο. Αντί συνεπώς να παρακολουθεί παθητικά την κατάσταση και να περιμένει τις κοινοτικές πιέσεις, ο έλληνας νομοθέτης οφείλει να θεσπίσει:
α) συγκεκριμένες και αυστηρές ποιοτικές προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία των κέντρων ελευθέρων σπουδών θέτοντας τα υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Παιδείας
β) κριτήρια και μηχανισμούς ελέγχου της ακρίβειας των διαφημιζομένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών, εφόσον υπάρχουν φορείς άλλων κρατών - μελών που δικαιούνται πράγματι να ασκήσουν το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου.
γ) την απαγόρευση σύναψης συμβάσεων δικαιόχρησης για την παροχή υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω ενδιάμεσων ιδιωτικών φορέων που δεν είναι οι ίδιοι ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα από τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ, πράγμα που επιτρέπει στη συνέχεια να επεκταθεί η ρύθμιση αυτή και στα ΑΕΙ των άλλων κρατών – μελών της Ένωσης. Δεν είναι καθόλου ενοχλητικό έγκυρα πανεπιστήμια άλλων χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ιδρύσουν παραρτήματά τους στην Ελλάδα. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό όμως πρέπει να γίνεται με την ευθύνη του κάθε πανεπιστημίου, σε δικές του ακαδημαϊκές υποδομές, με δικούς του πραγματικούς καθηγητές και όχι μέσω ιδιωτικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν απλώς την επωνυμία του πανεπιστημίου. Είναι αδιανόητο τα βρετανικά ή τα γαλλικά δημόσια πανεπιστήμια να δεχόμαστε να λειτουργούν στην Ελλάδα μέσω ανεξέλεγκτων ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Αντί όμως να αναληφθούν αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες αναστατώνεται το σύμπαν επί μήνες με απώλειες μαθημάτων και εξετάσεων για να ψηφιστεί ένας νόμος περί πανεπιστημίων που δεν έχει ούτε στόχο ούτε νόημα, ούτε δίνει απάντηση στα πραγματικά προβλήματα της ποιότητας των πτυχίων και της επαγγελματικής προοπτικής των πτυχιούχων.
"ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΦΙΚΤΟ", 14-15/04/2008
Πριν από 16 χρόνια